θεοφιλότης

θεοφιλότης
θεοφιλ-ότης, ητος, ,
A a being loved by God, Men.Rh.pp.361,362S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοφιλότης — θεοφιλότης, ἡ (Α) [θεόφιλος] η θεοφιλία …   Dictionary of Greek

  • θεοφιλότης — a being loved by God fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλότητος — θεοφιλότης a being loved by God fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”